φερετρον

φερετρον
    φέρετρον
    τό носилки Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φερετρον" в других словарях:

  • φέρετρον — bier neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέτρου — φέρετρον bier neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέτρων — φέρετρον bier neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέτρῳ — φέρετρον bier neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρτρα — φέρετρον bier neut nom/voc/acc pl φέρτρον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρτρον — φέρετρον bier neut nom/voc/acc sg φέρτρον neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρτρῳ — φέρετρον bier neut dat sg φέρτρον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρετρο — το / φέρετρον, ΝΑ, και φέρεθρον και συγκεκομμένος τ. φέρτρον Α ξύλινο συνήθως κιβώτιο στο οποίο τοποθετείται ο νεκρός για να μεταφερθεί στον χώρο ταφής και στη συνέχεια να ταφεί, κάσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού θ. βλ. λ. φέρω) +… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • φερετρεύομαι — Α [φέρετρον] (για τρόπαιο) μεταφέρομαι σε φορείο κατά τη διάρκεια πομπής προς τον ναό τού Φερετρίου Διός …   Dictionary of Greek

  • φερέτρωι — φερέτρῳ , φέρετρον bier neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»